χορικός

χορικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χορό.
2. το ουδ. ως ουσ., χορικό το άσμα που ψάλλεται από το χορό (θεάτρου ή εκκλησίας).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χορικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορικός — ή, ό / χορικός, ή, όν, ΝΜΑ [χορός] 1. (θεατρ. φιλολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό 2. (το ουδ. στον εν. ή στον πληθ. ως ουσ.) το χορικό ή τα χορικά άσμα που άδεται από τα μέλη τού χορού θεάτρου ή εκκλησίας 3. φρ. «χορική ποίηση» φιλολ …   Dictionary of Greek

  • χορικά — χορικός of neut nom/voc/acc pl χορικά̱ , χορικός of fem nom/voc/acc dual χορικά̱ , χορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορικῶν — χορικός of fem gen pl χορικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορικόν — χορικός of masc acc sg χορικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορικαί — χορικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορικοῖς — χορικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορικοί — χορικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορικοῦ — χορικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορικῆς — χορικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”